αγρονόμος

αγρονόμος
(I)
ο, (Α ἀγρονόμος)
νεοελλ.
1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών
2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή
αρχ.
μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + νέμω.
ΠΑΡ. αγρονομία, αγρονομικός].
————————
(II)
ἀγρονόμος, -ον (Α)
αυτός που μένει ή συχνάζει στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + νέμομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγρονόμος — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem nom sg ἀγρονόμος haunting the country masc/fem nom sg ἀγρονόμος haunting the country masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρόνομος — ἀγρόνομος, ον (Α) (για τόπους) αυτός που παρέχει άνετη βοσκή, που μπορούν να τόν βοσκήσουν εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + νέμομαι] …   Dictionary of Greek

  • αγρονόμος — ο 1. αυτός που ασχολείται με την αγρονομία. 2. βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία της αγροφυλακής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγρονόμον — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem acc sg ἀγρόνομος haunting the country neut nom/voc/acc sg ἀγρονόμος haunting the country masc/fem acc sg ἀγρονόμος haunting the country neut nom/voc/acc sg ἀγρονόμος haunting the country masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρονόμοι — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem nom/voc pl ἀγρονόμος haunting the country masc/fem nom/voc pl ἀγρονόμος haunting the country masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρονόμοιο — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut gen sg (epic) ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut gen sg (epic) ἀγρονόμος haunting the country masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρονόμοις — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut dat pl ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut dat pl ἀγρονόμος haunting the country masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρονόμοισι — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρονόμοισιν — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρονόμους — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem acc pl ἀγρονόμος haunting the country masc/fem acc pl ἀγρονόμος haunting the country masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”