ἀγρονόμος — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem nom sg ἀγρονόμος haunting the country masc/fem nom sg ἀγρονόμος haunting the country masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρόνομος — ἀγρόνομος, ον (Α) (για τόπους) αυτός που παρέχει άνετη βοσκή, που μπορούν να τόν βοσκήσουν εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + νέμομαι] … Dictionary of Greek
αγρονόμος — ο 1. αυτός που ασχολείται με την αγρονομία. 2. βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία της αγροφυλακής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρονόμον — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem acc sg ἀγρόνομος haunting the country neut nom/voc/acc sg ἀγρονόμος haunting the country masc/fem acc sg ἀγρονόμος haunting the country neut nom/voc/acc sg ἀγρονόμος haunting the country masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρονόμοι — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem nom/voc pl ἀγρονόμος haunting the country masc/fem nom/voc pl ἀγρονόμος haunting the country masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρονόμοιο — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut gen sg (epic) ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut gen sg (epic) ἀγρονόμος haunting the country masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρονόμοις — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut dat pl ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut dat pl ἀγρονόμος haunting the country masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρονόμοισι — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρονόμοισιν — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρονόμος haunting the country masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρονόμους — ἀγρόνομος haunting the country masc/fem acc pl ἀγρονόμος haunting the country masc/fem acc pl ἀγρονόμος haunting the country masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)